Αρχαιολογικοί χώροι δήμου Βιάννου

 
Στ. Μανδαλάκη
Αρχαιολόγος ΚΓ Εφορίας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Ηράκλειο
Παρά την απομόνωση της ανάμεσα σε ορεινούς όγκους, η περιοχή της Βιάννου κατοικήθηκε παράλληλα με περισσότερο προσιτές θέσεις του Νομού Ηρακλείου. Πληροφορίες για την αρχαία ιστορία της αντλούνται αρχικά από γραπτές μαρτυρίες. Η αρχαία Βίεννος, η σημερινή Άνω Βιάννος, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και διοικητικό κέντρο του ομώνυμου Δήμου, καθώς επίσης η Αρκαδία στην περιοχή του Αφρατί και η Άρβη με το Άρβιον Όρος αφιερωμένο στη λατρεία του Δία Άρβιου, μνημονεύονται σε επιγραφές και κείμενα αρχαίων συγγραφέων. Στα νεότερα χρόνια ξένοι περιηγητές κατέγραψαν σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους. Η γνώση της περιοχής προωθήθηκε σημαντικά με τις επιφανειακές έρευνες επιφανών αρχαιολόγων, όπως του Ενans και των νεότερων εκπροσώπων Αρχαιολογικής Σχολής. Σημαντική προσφορά στην αρχαιολογική ιστορία της Βιάννου αποτελούν οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αρκαδία, του Νικόλαου Πλάτωνα σε θέσεις γύρω από το Χόνδρο και την Άνω Βιάννο τη δεκαετία του 1950, καθώς επίσης η συστηματική ανασκαφική έρευνα της Αγγελικής Λεμπέση στο Ιερό του Ερμή και της Αφροδίτης στη Σύμη. Στοιχεία για τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής προστίθενται καθημερινά μέσα από τις σωστικές ανασκαφές της ΚΓ Εφορείας.
Οι πρώτες ενδείξεις κατοίκησης ανάγονται στην τρίτη χιλιετία π.Χ. σε θέσεις γύρω από την ΄Ανω Βιάννο και το Χόνδρο. Στα «Γαλανά Χαράκια» Βιάννου ο Νικόλαος Πλάτων ανέσκαψε μια πρώϊμη μινωική εγκατάσταση και συγκρότημα ταφικών δωματίων. Οι νεκροί είχαν εναποτεθεί κατά τη συνήθεια της εποχής σε ταφικούς πίθους. Στην ίδια θέση, σε επαφή με το μινωικό κτήριο, ανασκάφηκε θολωτός τάφος με δύο λάρνακες στο εσωτερικό. Προς το τέλος της τρίτης χιλιετίας χρονολογούνται από τον ίδιο ανασκαφέα οι εγκαταστάσεις στα υψώματα «Κάστελλος». «Αμύγδαλοι» και «Μπυμπούλοι» δυτικά του Χόνδρου. Περιορισμένη ανασκαφική έρευνα στη θέση «Μπουμπούλοι» έφερε στο φως κατεστραμμένους τοίχους κτηρίων και άφθονη κεραμική.
Την περίοδο των πρώτων μινωϊκών ανακτόρων (1900-1700 π.Χ.) αυξάνονται σημαντικά οι οικισμοί, οι γνώσεις μας (ωστόσο γι αυτούς είναι ελάχιστες και περιορίζονται στις πληροφορίες που αντλούνται από την περισυλλογή κεραμεικής. Ιδιαίτερη ακμή παρατηρείται κατά την περίοδο τ(ον νέων ανακτόρων (1700-1450 π.Χ.), όπως άλλωστε σε ολόκληρη την Κρήτη, με την ίδρυση νέων εγκαταστάσεων. Οι σημαντικότεροι οικισμοί και μεμονωμένα κτήρια εντοπίζονται στο «Κεφάλι Ααζανά», στις «Ρουσσές» και σε υψώματα δυτικά του Χόνδρου, στο Καστρί και στην «Τραπέζα» Κερατόκαμπου. στα παράλια από τον Κερατόκαμπο μέχρι τη Δέρματο, στην περιοχή της Αρβης, στα Αμιρά. στη θέση «Αιγαράς» Άνω Βιάννου.
Μινωικοί οικισμοί σε ιδιαίτερη πυκνότητα ιδρύονται την περίοδο αυτή στα παράλια της Βιάννου, στο Καστρί, στην «Τραπέζα», στη Δέρματο, στην λρβη, για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε, αφού δεν έχουν ανασκαφεί. Το μέγεθος των οικισμών αυτών ωστόσο, σε συνδυασμό με την παράκτια θέση τους, επιτρέπει να συμπεράνουμε την ιδιαίτερη ακμή τους. Στην περιοχή της Άρβης συγκεκριμένα έχουν εντοπιστεί δύο εκτεταμένοι όμοροι οικισμοί στα υψώματα βόρεια και ανατολικά του σύγχρονου οικισμού…
………
Οι γνώσεις μας για την ιστορία της περιοχής στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (9°-7° αι. π.Χ.) αντλούνται κυρίως από την πόλη των Αρκάδων κοντά στο Αφρατί, που είχε ομοσπονδιακή οργάνωση, αποτελούμενη από τρεις οικισμούς, αρχικά ανεξάρτητους. Στο λόφο του Προφήτη Ηλία οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, έφεραν στο φως τμήματα της αρχαίας πόλης και μία εκτεταμένη νεκρόπολη με σημαντικά ευρήματα, πολλά από τα οποία κοσμούν τις προθήκες του Μουσείου Ηρακλείου και αποτελούν μοναδικά έργα τέχνης αλλά και πολύτιμους μάρτυρες ιστορικής γνώσης, καθώς υποδηλώνουν σχέσεις με την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Στα νεότερα χρόνια η Αγγελική Αεμπέση ανέσκαψε ένα ιερό και πραγματοποίησε δοκιμαστικές τομές στο χώρο του αρχαίου οικισμού, που επιβεβαίωσαν τη συνέχιση της κατοίκησης μέχρι τον 5° αι. π.Χ. Η αρχαία πόλη ωστόσο διατηρήθηκε και στους μετέπειτα ελληνιστικούς χρόνους, όπ(ος υποδηλώνουν η ελληνιστική οχύρίοση στο λόφο του Προφήτη Ηλία και οι επιγραφές που αναφέρονται στις σχέσεις των Αρκάδων με άλλες αρχαίες πόλεις, για παράδειγμα την Ιεράπυτνα, τη Γόρτυνα, την Τέω της Μ. Ασίας, την Πέργαμο. Η πόλη, σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Αγύπτου και Κνωσσού στην αρχή με το μέρος της Κνωσσού κι έπειτα με τη Αίγυπτο. Αργότερα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Η Αρκαδία είχε κόψει δικό της νόμισμα που έφερε στη μία όψη το Δία και στην άλλη την Αθηνά με την επωνυμία του κοινού των Αρκάδων.
Στο τέλος της μινωϊκής εποχής και στις αρχές των γεωμετρικών χρόνων εντάσσεται το νεκροταφείο των θολωτών τάφων στην περιοχή της Εργάνου που ανασκάφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ιταλό αρχαιολόγο Ρ. Ηαlbherr και πρόσφατα από την ΚΓ΄ Εφορεία. Ερείπια της αρχαίας πόλης έχουν εντοπιστεί στους λόφους της Εργάνου. Εκτός από τις αρχαίες πόλεις στο Αφρατί και στην Έργανο που ιδρύθηκαν στην αρχή των ιστορικών χρόνων σε θέσεις που δεν είχαν κατοικηθεί παλαιότερα, φαίνεται ότι την περίοδο αυτή κατοικήθηκε ξανά το Καστρί, όπως υποδηλώνει η περισυλλογή αρχαϊκών πίθων από τον Πλάτωνα.
Στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή (3° αιών π.χ – 3ος μ.χ) άκμασαν η αρχαία Βίεννος (Βίαννος ή Βίονος) και η Αρβη (ή Αλβη). Η Βίεννος οφείλει το όνομα της σύμφωνα με το μύθο, σε έναν από τους Κουρήτες, το Βίεννο. Κατά μία άλλη εκδοχή, το όνομα της αρχαίας πόλης προέρχεται από τη βία που άσκησαν εκεί στον Αρη τα παιδιά του Ποσειδώνα, Ώτος και Εφιάλτης. Η Βίεννος ιδρύθηκε στη θέση του σημερινού οικισμού της Άνω Βιάννου και προς τα ΒΔ. Το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης βρισκόταν στη θέση «Μουρελάκια», ΝΔ του οικισμού. Παρά την απουσία σχεδόν αρχιτεκτονικών λειψάνων, η ανασκαφή του ρωμαϊκού τάφου στο χώρο του Δημοτικού σχολείου με τα σημαντικά ευρήματα που ήρθαν στο φως, υποδηλώνει ότι η αρχαία Βίεννος δεν υστερούσε σε πλούτο. Από τις επιγραφές γνωρίζουμε ότι ήταν ανεξάρτητη πόλη, αλλά άμεσα εξαρτηενη από την όμορη Ιεράπυτνα. Μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη ιερού αφιεροψένου στο Δία Βιέννιο.
Όπως η Βίεννος, έτσι και η αρχαία ΄Αλβη (Άρβη) ιδρύθηκε στη θέση του σημερινού παράλιου οικισμού, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα λείψανα της αρχαίας πόλης. Ανήκε και αυτή στην επικράτεια της ισχυρής Ιεράπυτνας. Αρχαίοι τοίχοι διατηρούνται γύρω από την εκκλησία της Παναγίας, ενώ είναι πιθανή η ύπαρξη αρχαίου ιερού κάτω από τη σύγχρονη εκκλησία. Στην ίδια θέση βρέθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα μία μοναδική λίθινη σαρκοφάγος, στην οποία απεικονίζεται ο Διόνυσος πάνω σε άρμα μαζί με Βάκχες, Σειληνούς, ελέφαντες και πάνθηρες. Στη θέση «Αγ. Ειρήνη» εντοπίστηκε παλαιοχριστιανική βασιλική και στη θέση «Ξενοτάφι» εκτείνεται το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Οι αρχαίες πηγές μνημονεύουν τέλος το «΄Αρβιον Όρος», στο οποίο λατρευόταν ο Ζευς ΄Αρβιος. Το «Ιερόν Όρος» πιθανώς ταυτίζεται με ένα από τα υψώματα βόρεια της ΄Αρβης, αν και κατά μία άλλη εκδοχή το «Άρβιον Όρος» ταυτίζεται με το βραχώδες ύψωμα «Κέρατο» ανατολικά του Κερατόκαμπου, στο οποίο είναι πιθανή η ύπαρξη αρχαίας πόλης πριν από την ίδρυση βυζαντινού οικισμού στο χώρο αυτό. Στο σπήλαιο που φέρει το όνομα του υψώματος ανευρέθηκαν όστρακα των πρώιμων μινωϊκών χρόνων έως των ύστερων ρωμαϊκών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αρχαιολογικών χώρων, με εξαίρεση τις αρχαίες πόλεις Βίεννο και Αρβη, διατηρήθηκε σχεδόν αλώβητη στο πέρασμα του χρόνου, παρά τις σύγχρονες επεμβάσεις. Η επιβίωση των μνημείων και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος τους συνδέονται σε μια αξεδιάλυτη πολιτιστική ενότητα που, αφενός προσδίδει την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα στην περιοχή της Βιάννου και αφετέρου επιβάλλεται να διαφυλαχθεί ως κινητήρια δύναμη για την ουσιαστική ανάπτυξη και ανάδειξη του τόπου. Προς σ' αυτή την κατεύθυνση η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ισορροπώντας ανάμεσα στην ιστορική της ευθύνη και στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας, στοχεύει στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομούν, κυρίως μέσα από τις οριοθετήσεις των αρχαιολογικών χώρων και τη θεσμοθέτηση συγκεκριμένων χρήσεων γης, για τη μελλοντική διαχείριση των μνημείων, σοφότερη ίσους, από τις επόμενες γενιές.